- αψώνω
- άψωσα1. αμτβ., ζωηρεύω, γίνομαι έντονος, αψύς: Όσο περνούσε η ώρα, τόσο άψωνε η συζήτηση.2. ερεθίζω, εξοργίζω: Αν δεν τον άψωνες, δε θα μαλώνατε.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.