αψώνω

αψώνω
άψωσα
1. αμτβ., ζωηρεύω, γίνομαι έντονος, αψύς: Όσο περνούσε η ώρα, τόσο άψωνε η συζήτηση.
2. ερεθίζω, εξοργίζω: Αν δεν τον άψωνες, δε θα μαλώνατε.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αψώνω — [αψύς] 1. εξοργίζω κάποιον 2. οργίζομαι, θυμώνω 3. αυξάνω, δυναμώνω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”